- ἐφῶ
- ἐφίημιsend toaor subj act 1st sgἐφίημιsend toaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφορικό — Τεχνικός όρος που αναφέρεται στον μηχανισμό ο οποίος επιτρέπει στους κινητήριους τροχούς των αυτοκίνητων οχημάτων να περιστρέφονται με διαφορετικές ταχύτητες. (Μαθημ.) Ο όρος αναφέρεται στα μαθηματικά εφόσον πρόκειται αρχικά για μία πραγματική… … Dictionary of Greek